Ιστορία πρώτη
Θυμάμαι, εκεί
γύρω στα δεκάξι πρέπει να ήμουνα και είχα αρχίσει καλοκαιρινή δουλειά στις
πωλήσεις.
Ήμασταν μια ομάδα
παιδιών που θέλοντας και μη έπρεπε τα καλοκαίρια να δουλεύουμε να βοηθάμε και
μείς την οικογενειακή κατάσταση. Ευτυχώς το θέλαμε!
Μας κατέβαζε
λοιπόν το βανάκι σε μια τουριστική καλή περιοχή και κάναμε πωλήσεις από πόρτα
σε πόρτα.
Περνούσαμε
όμορφα, παρά την κούραση από το ποδαρικό, είχαμε αυτή την όρεξη να κατακτήσουμε
τον κόσμο και αυτό μας έκανε πολύ καλούς πωλητές!
Είχαμε τις καλές
μας μέρες! Είχαμε όμως και τις δύσκολες!
Μια τέτοια την
θυμάμαι μέχρι σήμερα.
Μπαίνω σε ένα
κατάστημα και με χαμόγελο και όλο ευγένεια απευθύνομαι στον ιδιοκτήτη που
βρισκόταν πίσω από το ταμείο.
Δεν πρόλαβα να
ολοκληρώσω την ερώτηση μου και με πετάει έξω με φωνές και προσβολές. Προφανώς
θα είχε τους λόγους του
Έφυγα
καταρρακωμένη από κει
Άρχισα να
περπατάω σε άγνωστη κατεύθυνση με δάκρυα στα μάτια και αμέτρητα γιατί.
Η αγένεια αυτού
του ανθρώπου με έκανε να νιώσω τόσο μικρή.
Κάθισα σε ένα
πεζούλι και έκλαιγα ασταμάτητα
Και τότε με
πλησίασε αυτή η Κυρία!
Με ρώτησε τι είχα
Και γω να
προσπαθώ να της εξηγήσω με λυγμούς γεμάτο παράπονο
Δεν θυμάμαι το
πρόσωπο αυτής της γυναίκας ούτε τα λόγια της, θυμάμαι όμως την κίνηση της.
Έβγαλε απ΄την
τσάντα ένα δεκάλιρο, πολλά λεφτά τότε, μου το έδωσε και έφυγε χωρίς να με
αφήσει να αντιδράσω.
Ένα ολόκληρο
δεκάλιρο σε ένα άγνωστο κορίτσι που βρισκόταν σε δύσκολη θέση και χωρίς να
αγοράσει κάτι.
Τι μεγάλη αξία
…αυτή η κίνηση!
Ο δικός μου
άγνωστος Καλός Σαμαρείτης!
Υ.Γ. Σε θυμάμαι πάντα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Άφησε το σχόλιο σου